- κατευγμάτων
- κάτευγμαvowsneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κάτευγμα — κάτευγμα, τὸ (Α) [κατεύχομαι] (μόνο στον πληθ.) τὰ κατεύγματα α) οι ευχές, τα ταξίματα («καὶ πρὸς τὶ δῆτα τυγχάνω κατευγμάτων;», Αισχύλ.) β) οι αρές, οι κατάρες γ) αναθήματα, αφιερώματα, σύμβολα ικεσίας … Dictionary of Greek